Δελφί

Δελφί
Δελφίς
Delphi
fem voc sg
Δελφικός
Delphi
fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δελφίνοιν — δελφί̱νοιν , δελφίς dolphin masc gen/dat dual δελφί̱νοιν , δελφίς dolphin masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελφίνων — δελφί̱νων , δελφίς dolphin masc gen pl δελφί̱νων , δελφίς dolphin masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελφίν — δελφί̱ν , δελφίς dolphin masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελφίς — δελφί̱ς , δελφίς dolphin masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • дельфи́н — а, м. 1. Морское млекопитающее сем. дельфиновых отряда китов. 2. Один из видов спортивного плавания, разновидность баттерфляя. [греч. δελφιν] …   Малый академический словарь

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… …   Dictionary of Greek

  • Δίρφυς — Όρος (ψηλότερη κορυφή Δέλφι, 1.743 μ.) που εκτείνεται στο κεντρικό τμήμα της Εύβοιας, από την πεδιάδα της Κύμης έως την περιοχή της Κηρίνθου. Τα πετρώματά της είναι κυρίως ασβεστόλιθοι, μέσα στους οποίους υπάρχει και κρητιδικός σχιστόλιθος. Άλλες …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • dheu-4, dheu̯ǝ- (dhu̯ē-, extended dhuē̯ -k-, dhuē̯ -̆ s-) —     dheu 4, dheu̯ǝ (dhu̯ē , extended dhuē̯ k , dhuē̯ ̆ s )     English meaning: to reel, dissipate, blow, *smoke, dark, gray, deep etc.     Deutsche Übersetzung: ‘stieben, wirbeln, especially von Staub, Rauch, Dampf; wehen, blow, Hauch, Atem;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”